κληρούχος

κληρούχος
ο (AM κληροῡχος)
ο κάτοχος κλήρου, αυτός που πήρε ή δικαιούται να πάρει τμήμα γης με κλήρο («τετρακισχιλίους κληρούχους ἐπί τῶν ἱπποβοτέων τῇ χώρῃ λείπουσι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. Αθηναίος πολίτης που λάμβανε κομμάτι γης στις σύμμαχες ή υποτελείς τών Αθηνών πόλεις
2. (στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο) ο κάτοχος στρατιωτικού κλήρου
3. μτφ. αυτός που πήρε κάτι ως μερίδιο από τη μοίρα («αἴδεσαι δὲ μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῡχον» — συλλογίσου και τη μητέρα που έλαβε ως κλήρο, που τής έτυχαν πολλά χρόνια ζωής, Σοφ.)
4. αυτός που διανέμει κλήρους, τμήματα γης σε πολίτες
5. ο κάτοχος κληρονομικής μερίδας, ο κληρονόμος
6. (στη Ρωμαϊκή Αίγυπτο) ο γαιοκτήμονας
7. (για τη γη) αυτός που μοιράζεται με κλήρους («κληροῦχος γῆ», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. δημ-ούχος, πολι-ούχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κληροῦχος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρούχος — α, ο αυτός που έλαβε μέρος γης με κλήρο: Οι Αθηναίοι έστειλαν πολλούς κληρούχους σ έρημα νησιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κληρούχοις — κλήρουχος one who held an allotment of land masc dat pl κληρού̱χοις , κληροῦχος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρούχου — κλήρουχος one who held an allotment of land masc gen sg κληρού̱χου , κληροῦχος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρούχους — κλήρουχος one who held an allotment of land masc acc pl κληρού̱χους , κληροῦχος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρούχων — κλήρουχος one who held an allotment of land masc gen pl κληρού̱χων , κληροῦχος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρούχῳ — κλήρουχος one who held an allotment of land masc dat sg κληρού̱χῳ , κληροῦχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληροῦχε — κληροῦχος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληροῦχοι — κληροῦχος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληροῦχον — κληροῦχος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”